σανιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σανιδωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σανιδωτός (καλυμμένος με σανίδες) < σανιδόω / σανιδῶ, σανιδω- + -τός < αρχαία ελληνική σανίς [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ni.ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐νι‐δω‐τός
Επίθετο
επεξεργασίασανιδωτός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του σανιδωμένος
- άλλη μορφή του σανιδένιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σανίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σανιδωτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σανίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σανιδωτός < σανιδόω / σανιδῶ (στρώνω το πάτωμα με σανίδες), σανιδω- + -τός < αρχαία ελληνική σανίς [1]
Επίθετο
επεξεργασίασανιδωτός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) καλυμμένος με σανίδες ή φτιαγμένος από σανίδες
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σανίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σανιδωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.