↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰνῐδ-
ονομαστική σανίς αἱ σανίδες
      γενική τῆς σανίδος τῶν σανίδων
      δοτική τῇ σανίδ ταῖς σανίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σανίδ τὰς σανίδᾰς
     κλητική ! σανίς* σανίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σανίδε
γεν-δοτ τοῖν  σανίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανίς (τεχνικός όρος) < άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σᾰνίς, -ίδος θηλυκό

  1. σανίδα, σανίδι
  2. κάθε ξύλινη πλατφόρμα όπως πάτωμα, θεατρικό σανίδι
  3. δίφυλλη πόρτα
  4. κατάστρωμα πλοίου
  5. στον πληθυντικό σανίδες: πινακίδες αναγραφής ανακοινώσεων στην Αθήνα

Παράγωγα

επεξεργασία