σανίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σᾰνῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | σανίς | αἱ | σανίδες | |
γενική | τῆς | σανίδος | τῶν | σανίδων | |
δοτική | τῇ | σανίδῐ | ταῖς | σανίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | σανίδᾰ | τὰς | σανίδᾰς | |
κλητική ὦ! | σανίς* | σανίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σανίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σανίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σανίς (τεχνικός όρος) < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασᾰνίς, -ίδος θηλυκό
- σανίδα, σανίδι
- κάθε ξύλινη πλατφόρμα όπως πάτωμα, θεατρικό σανίδι
- δίφυλλη πόρτα
- κατάστρωμα πλοίου
- στον πληθυντικό σανίδες: πινακίδες αναγραφής ανακοινώσεων στην Αθήνα
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σανίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σανίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.