πάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάτωμα | τα | πατώματα |
γενική | του | πατώματος | των | πατωμάτων |
αιτιατική | το | πάτωμα | τα | πατώματα |
κλητική | πάτωμα | πατώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάτωμα < μεσαιωνική ελληνική πάτωμα < μεσαιωνική ελληνική πατώνω (βάζω πάτο) ή από το ρήμα της ίδια εποχής πατάω-πατῶ < αρχαία ελληνική πάτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάτωμα ουδέτερο
- η κάτω οριζόντια εσωτερική επιφάνεια ενός σπιτιού ή διαμερίσματος κ.λπ.· το δάπεδο
- μην κάθεσαι στο πάτωμα, πάρε μια καρέκλα
- (ειδικότερα) το ξύλινο δάπεδο ενός δωματίου
- στις κρεβατοκάμαρες βάλαμε πάτωμα αλλά στην κουζίνα πλακάκι
- ο όροφος ενός κτηρίου
- πόσα πατώματα θα έχει αυτή η πολυκατοικία όταν τελειώσει;