Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Stockwerk (de) ουδέτερο

  • ο όροφος, το πάτωμα
    dieses Gebäude hat zwanzig Stockwerke - αυτό το κτήριο έχει είκοσι ορόφους