πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όροφος οι όροφοι
      γενική του ορόφου
& όροφου
των ορόφων
    αιτιατική τον όροφο τους ορόφους
     κλητική όροφε όροφοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όροφος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία