ισόγειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ισόγειο | τα | ισόγεια |
γενική | του | ισογείου & ισόγειου |
των | ισογείων |
αιτιατική | το | ισόγειο | τα | ισόγεια |
κλητική | ισόγειο | ισόγεια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισόγειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισόγειος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισόγειο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το οριζόντιο τμήμα (όροφος) ενός κτηρίου που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος
- πάλι έκαναν φασαρία οι ένοικοι του ισογείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισόγειο