etaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- etaĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etaĝo | etaĝoj |
αιτιατική | etaĝon | etaĝojn |
etaĝo (eo)
- ο όροφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etaĝo | etaĝoj |
αιτιατική | etaĝon | etaĝojn |
etaĝo (eo)