Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρέφω < λείπει η ετυμολογία

ἐρέφω

  1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 193 (192-194)
    τῷ δ᾽ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ᾽ ἐτέλεσσα, | πυκνῇσιν λιθάδεσσι, καὶ εὖ καθύπερθεν ἔρεψα, | κολλητὰς δ᾽ ἐπέθηκα θύρας, πυκινῶς ἀραρυίας.
    Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα | με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα | καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα, να αρμόζουν μεταξύ τους.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 473 (472-473)
    [ΧΟΡΟΣ] κρατῆρές εἰσιν, ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη, | ὧν κρᾶτ᾽ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους.
    [ΧΟΡΟΣ] Στέκονται εδώ κρατήρες, τέχνη επιδέξιου τεχνίτη, | στεφάνωσε λοιπόν τα χείλη τους και τις διπλές χειρολαβές τους.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  3. στολίζω με άνθη
  4. (στη μέση φωνή) στεφανώνομαι
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 323 (322-323)
    ἐγὼ μὲν οὖν καὶ Κάδμος, ὃν σὺ διαγελᾶις, | κισσῶι τ᾽ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν,
    Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδορείς, | και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία