→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφηρεφής τὸ ἀμφηρεφές
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφηρεφοῦς τοῦ ἀμφηρεφοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφηρεφεῖ τῷ ἀμφηρεφεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφηρεφ τὸ ἀμφηρεφές
     κλητική ! ἀμφηρεφές ἀμφηρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφηρεφεῖς τὰ ἀμφηρεφ
      γενική τῶν ἀμφηρεφῶν τῶν ἀμφηρεφῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφηρεφέσ(ν) τοῖς ἀμφηρεφέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφηρεφεῖς τὰ ἀμφηρεφ
     κλητική ! ἀμφηρεφεῖς ἀμφηρεφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφηρεφεῖ τὼ ἀμφηρεφεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφηρεφοῖν τοῖν ἀμφηρεφοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφηρεφής < ἀμφ- + ἐρέφω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφηρεφής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία