οροφιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οροφιαίος < ελληνιστική (ὸροφιαῖος) < ὀροφή
Επίθετο
επεξεργασίαοροφιαίος, -α, -ο
- αυτός που αφορά την οροφή ενός οικοδομήματος
- (μεταφορικά) αυτός που αφορά το ανώτερο μέρος ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας
- ο οροφιαίος πυρήνας της παρεγκεφαλίδας
- οροφιαία τιμή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οροφιαίος
|