étage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- étage < παλαιά γαλλική estage (=κατοικία) < παλαιά γαλλική ester (μένω, στέκομαι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
étage | étages |
étage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
étage | étages |
étage (fr) αρσενικό