Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
étage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
étage
<
παλαιά γαλλική
estage
(=
κατοικία
) <
παλαιά γαλλική
ester
(
μένω
,
στέκομαι
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.taʒ
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
étage
étages
étage
(fr)
αρσενικό
ο
όροφος
, το
πάτωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
étagement
étager
étagère