Ετυμολογία

επεξεργασία
étage < παλαιά γαλλική estage (=κατοικία) < παλαιά γαλλική ester (μένω, στέκομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.taʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία