étagère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- étagère < παλαιά γαλλική estagière
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étagère | étagères |
étagère (fr) θηλυκό