Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
étagère étagères

étagère (fr) θηλυκό

  1. το ράφι (από έπιπλο ή απλή σανίδα στερεωμένη στον τοίχο)
     συνώνυμα: archelle (η λέξη συναντιέται σε μερικές περιοχές)
  2. η βιβλιοθήκη, η εταζέρα, η ραφιέρα
     συνώνυμα: bibliothèque

Συγγενικά

επεξεργασία