Εταζέρα με μπουκάλια.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εταζέρα οι εταζέρες
      γενική της εταζέρας
    αιτιατική την εταζέρα τις εταζέρες
     κλητική εταζέρα εταζέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εταζέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική étagère (προφορά: /e.ta.ʒɛʁ/) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εταζέρα θηλυκό

  • (έπιπλο) μικρό έπιπλο με επάλληλα ράφια, που πατάει στο δάπεδο ή στερεώνεται στον τοίχο και χρησιμοποιείται για τοποθέτηση μικρών αντικειμένων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία