πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική półka półki
γενική półki półek
δοτική półce półkom
αιτιατική pół półki
οργανική pół półkami
τοπική półce półkach
κλητική półko półki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpuwka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

półka (pl) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία