ημιώροφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ημιώροφος | οι | ημιώροφοι |
γενική | του | ημιώροφου & ημιωρόφου |
των | ημιώροφων & ημιωρόφων |
αιτιατική | τον | ημιώροφο | τους | ημιώροφους & ημιωρόφους |
κλητική | ημιώροφε | ημιώροφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιώροφος < ημι- + -ώροφος (όροφος με συνθετική έκταση σε ωμέγα), μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Halbgeschoß [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιώροφος αρσενικό
- το τμήμα ενός πολυώροφου κτιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ημιώροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας