πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημιώροφος οι ημιώροφοι
      γενική του ημιώροφου
& ημιωρόφου
των ημιώροφων
& ημιωρόφων
    αιτιατική τον ημιώροφο τους ημιώροφους
& ημιωρόφους
     κλητική ημιώροφε ημιώροφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημιώροφος αρσενικό

  • το τμήμα ενός πολυώροφου κτιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία