Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ώροφος η -ώροφη το -ώροφο
      γενική του -ώροφου της -ώροφης του -ώροφου
    αιτιατική τον -ώροφο τη(ν) -ώροφη το -ώροφο
     κλητική -ώροφε -ώροφη -ώροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ώροφοι οι -ώροφες τα -ώροφα
      γενική των -ώροφων των -ώροφων των -ώροφων
    αιτιατική τους -ώροφους τις -ώροφες τα -ώροφα
     κλητική -ώροφοι -ώροφες -ώροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ώροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώροφος < όροφ(ος) + -ος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.ɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ώ‐ρο‐φος

  Επίθημα επεξεργασία

-ώροφος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ώροφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα