διώροφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διώροφος | η | διώροφη | το | διώροφο |
γενική | του | διώροφου | της | διώροφης | του | διώροφου |
αιτιατική | τον | διώροφο | τη | διώροφη | το | διώροφο |
κλητική | διώροφε | διώροφη | διώροφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διώροφοι | οι | διώροφες | τα | διώροφα |
γενική | των | διώροφων | των | διώροφων | των | διώροφων |
αιτιατική | τους | διώροφους | τις | διώροφες | τα | διώροφα |
κλητική | διώροφοι | διώροφες | διώροφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διώροφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διώροφος < (δίς, δύο) δι- + -ώροφος (όροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω
Επίθετο
επεξεργασίαδιώροφος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διώροφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (δίς) δι- + -ώροφος (ὄροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω
Επίθετο
επεξεργασίαδιώροφος, -η, -ο
Πηγές
επεξεργασία- διώροφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.