↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διώροφος η διώροφη το διώροφο
      γενική του διώροφου της διώροφης του διώροφου
    αιτιατική τον διώροφο τη διώροφη το διώροφο
     κλητική διώροφε διώροφη διώροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διώροφοι οι διώροφες τα διώροφα
      γενική των διώροφων των διώροφων των διώροφων
    αιτιατική τους διώροφους τις διώροφες τα διώροφα
     κλητική διώροφοι διώροφες διώροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διώροφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διώροφος < (δίς, δύο) δι- + -ώροφος (όροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω

  Επίθετο

επεξεργασία

διώροφος, -η, -ο

  1. που έχει δύο ορόφους, δίπατος
  2. που έχει δύο επίπεδα
    ⮡  παράγγειλε μια τούρτα διώροφη!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διώροφος τὸ διώροφον
      γενική τοῦ/τῆς διωρόφου τοῦ διωρόφου
      δοτική τῷ/τῇ διωρόφ τῷ διωρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν διώροφον τὸ διώροφον
     κλητική ! διώροφε διώροφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διώροφοι τὰ διώροφ
      γενική τῶν διωρόφων τῶν διωρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς διωρόφοις τοῖς διωρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διωρόφους τὰ διώροφ
     κλητική ! διώροφοι διώροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διωρόφω τὼ διωρόφω
      γεν-δοτ τοῖν διωρόφοιν τοῖν διωρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διώροφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (δίς) δι- + -ώροφος (ὄροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω

  Επίθετο

επεξεργασία

διώροφος, -η, -ο