Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διώροφο τα διώροφα
      γενική του διωρόφου
διώροφου
των διωρόφων
    αιτιατική το διώροφο τα διώροφα
     κλητική διώροφο διώροφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διώροφο < δι- + όροφος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του διώροφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διώροφο ουδέτερο, (λόγιο) διώροφον

  • οικοδόμημα που φέρει δύο ορόφους

  Μεταφράσεις επεξεργασία