Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάπεδο τα δάπεδα
      γενική του δαπέδου
δάπεδου
των δαπέδων
    αιτιατική το δάπεδο τα δάπεδα
     κλητική δάπεδο δάπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δάπεδο < αρχαία ελληνική δάπεδον < δᾶ (γῆ) + πέδον, πέδου < πούς, ποδός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάπεδο ουδέτερο

  1. το έδαφος ενός δωματίου, αυλής, γηπέδου ή άλλου παρόμοιου χώρου που το έχουν ισιώσει και στρώσει με κάποιο υλικό (ξύλο, κονίαμα, πλακάκια, μάρμαρο, ψηφίδες που σχηματίζουν μια παράσταση κλπ)
    ψηφιδωτό δάπεδο
    ακριλικό δάπεδο γηπέδου
    φωτιστικό δαπέδου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία