Βοσνιακά (bs) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol (bs)



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol (es) αρσενικό

  1. ο ήλιος



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sol sols

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol (fr) αρσενικό

  1. το έδαφος
  2. το πάτωμα
  3. το δάπεδο



Κροατικά (hr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol (hr)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sol < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα sóh₂wl̥. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) ἥλιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική sol solēs
γενική solis solum
δοτική solī solibus
αιτιατική solem solēs
κλητική sol solēs
αφαιρετική sole solibus
(γ' κλίση)



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
sol sóis

sol (pt) αρσενικό

  1. ο ήλιος

Σλοβενικά (sl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sol (sl)