Ουσιαστικό

επεξεργασία

sol (bs)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

sol (es) αρσενικό

  1. ο ήλιος



      ενικός         πληθυντικός  
sol sols

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sol (fr) αρσενικό

  1. το έδαφος
  2. το πάτωμα
  3. το δάπεδο



Ουσιαστικό

επεξεργασία

sol (hr)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sol αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία