Ετυμολογία

επεξεργασία
πατώνω < πάτος + -ώνω

πατώνω

  1. τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
  2. φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία