πατώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πατώνω
- τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
- φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατώνω
πατώνω