Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεατρικός η θεατρική το θεατρικό
      γενική του θεατρικού της θεατρικής του θεατρικού
    αιτιατική τον θεατρικό τη θεατρική το θεατρικό
     κλητική θεατρικέ θεατρική θεατρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεατρικοί οι θεατρικές τα θεατρικά
      γενική των θεατρικών των θεατρικών των θεατρικών
    αιτιατική τους θεατρικούς τις θεατρικές τα θεατρικά
     κλητική θεατρικοί θεατρικές θεατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεατρικός < αρχαία ελληνική θεατρικός < θέατρον

  Επίθετο επεξεργασία

θεατρικός -ή -ό

  1. σχετικός με το θέατρο
    θεατρική παράσταση
  2. επιδεικτικός και υπερβολικός, όχι αυθόρμητος
    ο κατηγορούμενος με θεατρικές χειρονομίες ζητούσε την επιείκεια του δικαστηρίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία