Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφορικός η μεταφορική το μεταφορικό
      γενική του μεταφορικού της μεταφορικής του μεταφορικού
    αιτιατική τον μεταφορικό τη μεταφορική το μεταφορικό
     κλητική μεταφορικέ μεταφορική μεταφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφορικοί οι μεταφορικές τα μεταφορικά
      γενική των μεταφορικών των μεταφορικών των μεταφορικών
    αιτιατική τους μεταφορικούς τις μεταφορικές τα μεταφορικά
     κλητική μεταφορικοί μεταφορικές μεταφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφορικός < αρχαία ελληνική μεταφορικός < μεταφέρω < μετά + φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

μεταφορικός

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μεταφορά (πραγμάτων ή ανθρώπων από ένα μέρος σε άλλο) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (γραμματική) που έχει σχέση με μεταφορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορικά
  4. (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορική

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία