base
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
base | bases |
base (en)
- η βάση, το θεμέλιο (ενός κτηρίου ή ενός συλλογισμού)
- η στρατιωτική βάση
- (χημεία) η βάση
- (μαθηματικά) η βάση ενός τριγώνου· η βάση ενός λογαρίθμου
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | base |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bases |
αόριστος | based |
παθητική μετοχή | based |
ενεργητική μετοχή | basing |
base (en)
- βασίζω, στηρίζω
- ↪ Do you base your future on chance?
- Βασίζεις το μέλλον σου στην πιθανότητα;
- ↪ Do you base your future on chance?
- εδρεύω, έχω τη έδρα μου, τη βάση μου
Παράγωγα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
base | bases |
base (fr) θηλυκό
- η βάση
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
base | bases |
base (es) θηλυκό
- η βάση