Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
base bases

base (en)

  1. η βάση, το θεμέλιο (ενός κτηρίου ή ενός συλλογισμού)
  2. η στρατιωτική βάση
  3. (χημεία) η βάση
  4. (μαθηματικά) η βάση ενός τριγώνου· η βάση ενός λογαρίθμου

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας base
γ΄ ενικό ενεστώτα bases
αόριστος based
παθητική μετοχή based
ενεργητική μετοχή basing

base (en)

  1. βασίζω, στηρίζω
    Do you base your future on chance?
    Βασίζεις το μέλλον σου στην πιθανότητα;
  2. εδρεύω, έχω τη έδρα μου, τη βάση μου

Παράγωγα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɑːz/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
base bases

base (fr) θηλυκό



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
base bases

base (es) θηλυκό