base
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
base (en)
- η βάση, το θεμέλιο (ενός κτηρίου ή ενός συλλογισμού)
- η στρατιωτική βάση
- (χημεία) η βάση
- (μαθηματικά) η βάση ενός τριγώνου· η βάση ενός λογαρίθμου
ΡήμαΕπεξεργασία
base (en)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
base | bases |
base (fr) θηλυκό
- η βάση
Ισπανικά (es)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
base | bases |
base (es) θηλυκό