base
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
base | bases |
base (en)
- η βάση, το θεμέλιο (ενός κτηρίου ή ενός συλλογισμού)
- η στρατιωτική βάση
- (χημεία) η βάση
- (μαθηματικά) η βάση ενός τριγώνου· η βάση ενός λογαρίθμου
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | base |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bases |
αόριστος | based |
παθητική μετοχή | based |
ενεργητική μετοχή | basing |
base (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) εδρεύω, εγκαθιστώ, έχω τη έδρα μου, τη βάση μου
- ↪ She is based in Paris.
- Εδρεύει στο Παρίσι.
- ↪ Coca-Cola is based in Atlanta.
- Η Κόκα-Κόλα εδρεύει στην Ατλάντα.
- ↪ The Court of Appeals is based in Patras.
- Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
- ↪ Their European representative is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ↪ She is based in Paris.
Σύνθετα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- base (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- base (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- base (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
base | bases |
base (fr) θηλυκό
- η βάση
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
base | bases |
base (es) θηλυκό
- η βάση