debase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | debase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | debases |
αόριστος | debased |
παθητική μετοχή | debased |
ενεργητική μετοχή | debasing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdebase (en)
- (μεταβατικό) εξευτελίζω, κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο πολύτιμο ή λιγότερο σεβαστό
Πηγές
επεξεργασία- debase - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 305. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξευτελίζω