ενεστώτας debase
γ΄ ενικό ενεστώτα debases
αόριστος debased
παθητική μετοχή debased
ενεργητική μετοχή debasing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
debase < de- + base

debase (en)

  • (μεταβατικό) εξευτελίζω, κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο πολύτιμο ή λιγότερο σεβαστό
    ⮡  I won’t go so far as to debase myself by begging him.
    Δεν θα εξευτελιστώ σε τέτοιο σημείο ώστε να τον παρακαλέσω.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις degrade και humiliate