ενεστώτας humiliate
γ΄ ενικό ενεστώτα humiliates
αόριστος humiliated
παθητική μετοχή humiliated
ενεργητική μετοχή humiliating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
humiliate < λατινική humiliatus < humiliare < humilis < humus

humiliate (en)

  • (μεταβατικό) εξευτελίζω, ταπεινώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπιασμένος ή ηλίθιος και χάνει τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων
    ⮡  He insulted and humiliated me.
    Με έβρισε και με εξευτέλισε.
    ⮡  I feel humiliated.
    Νιώθω εξευτελισμένος.
    ⮡  I felt so humiliated at my failure that…
    Ένιωσα τόσο ταπεινωμένος από την αποτυχία μου που…
    ⮡  I humiliate someone in public.
    Ταπεινώνω κάποιον δημόσια.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία