humiliate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | humiliate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | humiliates |
αόριστος | humiliated |
παθητική μετοχή | humiliated |
ενεργητική μετοχή | humiliating |
Ετυμολογία
επεξεργασία- humiliate < λατινική humiliatus < humiliare < humilis < humus
Ρήμα
επεξεργασίαhumiliate (en)
- (μεταβατικό) εξευτελίζω, ταπεινώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπιασμένος ή ηλίθιος και χάνει τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων
- ⮡ He insulted and humiliated me.
- Με έβρισε και με εξευτέλισε.
- ⮡ I feel humiliated.
- Νιώθω εξευτελισμένος.
- ⮡ I felt so humiliated at my failure that…
- Ένιωσα τόσο ταπεινωμένος από την αποτυχία μου που…
- ⮡ I humiliate someone in public.
- Ταπεινώνω κάποιον δημόσια.
- ⮡ He insulted and humiliated me.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- humiliate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 305, 868. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξευτελίζω, ταπεινώνω