mortify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mortify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mortifies |
αόριστος | mortified |
παθητική μετοχή | mortified |
ενεργητική μετοχή | mortifying |
Ρήμα
επεξεργασίαmortify (en)
- ταπεινώνω, κάνω κάποιον να ντρέπεται
Πηγές
επεξεργασία- mortify - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 868. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταπειώνω