embarrass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | embarrass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embarrasses |
αόριστος | embarrassed |
παθητική μετοχή | embarrassed |
ενεργητική μετοχή | embarrassing |
Ρήμα
επεξεργασίαembarrass (en)
- εξευτελίζω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπαλός ή άβολος, ειδικά σε μια κοινωνική κατάσταση