ενεστώτας embarrass
γ΄ ενικό ενεστώτα embarrasses
αόριστος embarrassed
παθητική μετοχή embarrassed
ενεργητική μετοχή embarrassing

embarrass (en)

  • εξευτελίζω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπαλός ή άβολος, ειδικά σε μια κοινωνική κατάσταση
    ⮡  He insulted and embarrassed me.
    Με έβρισε και με εξευτέλισε.
    ⮡  I feel embarrassed.
    Νιώθω εξευτελισμένος.
    ⮡  You embarrass yourself when you go around drunk.
    Εξευτελίζεσαι όταν γυρίζεις μεθυσμένος εδώ και κει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη humiliate