Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός humble
συγκριτικός humbler / more humble
υπερθετικός humblest / most humble

humble (en)

  1. ταπεινός, δείχνω ότι δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο σημαντικός όσο άλλοι άνθρωποι
    ⮡  a man of humble beginnings - ένας άνθρωπος ταπεινής καταγωγής
    ⮡  Your humble servant, sir!
    Ταπεινός σας δούλος, κύριε!
  2. ταπεινός, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι δεν είμαι τόσο σημαντικός όσο άλλοι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που δεν είναι σοβαρός
    ⮡  In my humble opinion…
    Κατά την ταπεινή μου γνώμη…
  3. ταπεινός, κάτι που δεν είναι μεγάλο ή ιδιαίτερο με κανέναν τρόπο
    ⮡  a humble request - μια ταπεινή παράκληση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας humble
γ΄ ενικό ενεστώτα humbles
αόριστος humbled
παθητική μετοχή humbled
ενεργητική μετοχή humbling

humble (en)

  1. (μεταβατικό) ταπεινώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ότι δεν είναι τόσο καλός ή σημαντικός όσο νόμιζε ότι ήταν
    ⮡  I humble someone’s pride.
    Ταπεινώνω την περηφάνεια κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη humiliate
  2. (μεταβατικό) ταπεινώνω, νικώ εύκολα έναν αντίπαλο, ειδικά έναν δυνατό ή ισχυρό
    ⮡  I humble an enemy/rival.
    Ταπεινώνω έναν εχθρό/αντίπαλο.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /œ̃bl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
humble humbles

humble (fr) αρσενικό ή θηλυκό