Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός humbling
συγκριτικός more humbling
υπερθετικός most humbling

humbling (en)

  1. που επιφέρει-προκαλεί ταπεινοφροσύνη
  2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός
    It was humbling to ask him for a loan.
    Το ένιωθα ταπεινωτικό να του ζητήσω δάνειο.

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

humbling (en)