humbling
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | humbling |
συγκριτικός | more humbling |
υπερθετικός | most humbling |
humbling (en)
- που επιφέρει-προκαλεί ταπεινοφροσύνη
- εξευτελιστικός, ταπεινωτικός
- ↪ It was humbling to ask him for a loan.
- Το ένιωθα ταπεινωτικό να του ζητήσω δάνειο.
- ↪ It was humbling to ask him for a loan.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
humbling (en)