humbly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | humbly |
συγκριτικός | more humbly |
υπερθετικός | most humbly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαhumbly (en)
- ταπεινά
- ↪ I bow humbly.
- Υποκλίνομαι ταπεινά.
- ↪ I bow humbly.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 868. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταπεινός