Επιφώνημα

επεξεργασία

shame (en)

  • ντροπή!
    ⮡  (For) shame!
    Ντροπή!
    ⮡  Shame on you!
    Ντροπή σου!

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shame (en)

  1. (μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) το κρίμα, χρησιμοποιείται για να πω ότι κάτι είναι αιτία θλίψης ή απογοήτευσης
    ⮡  It’s a shame.
    Είναι κρίμα.
    ⮡  (It’s a) shame that you didn’t come.
    Κρίμα που δεν ήρθες.
    ⮡  What a shame!
    Τι ντροπή!
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση too bad
  2. (μη μετρήσιμο) η ντροπή, τα συναισθήματα της λύπης, της αμηχανίας ή της ενοχής που έχω όταν ξέρω ότι κάτι που έχω κάνει είναι λάθος ή ανόητο
    ⮡  He hung his head in shame.
    Κρέμασε το κεφάλι από ντροπή.
    ⮡  He felt shame for having failed.
    Ένιωθε ντροπή που απότυχε.
  3. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η ντροπή, η ικανότητα να νιώθω ντροπή για κάτι που έχω κάνει
    ⮡  She has no shame.
    Δεν έχει ίχνος ντροπή απάνω της.
ενεστώτας shame
γ΄ ενικό ενεστώτα shames
αόριστος shamed
παθητική μετοχή shamed
ενεργητική μετοχή shaming

shame (en)

  1. (μεταβατικό) ντροπιάζω, κάνω κάποιον να ντρέπεται
    ⮡  He shamed me with his generosity.
    Με ντρόπιασε με τη γενναιοφροσύνη του.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) ντροπιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται ότι έχει χάσει την τιμή ή τον σεβασμό
    ⮡  You have shamed our family.
    Ντρόπιασες την οικογένειά μας.

Συνώνυμα

επεξεργασία