Δείτε επίσης: κρῖμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρίμα τα κρίματα
      γενική του κρίματος των κριμάτων
    αιτιατική το κρίμα τα κρίματα
     κλητική κρίμα κρίματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρίμα < αρχαία ελληνική κρίμα

κρίμα ουδέτερο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. η αμαρτία
    είπα στον παπά όλα τα κρίματά μου
    Και στο τέλος ποιο είναι το μεγάλο κρίμα της, το άλυτο και το ασυμπάθιστο, που πρέπει να το σέρνει σ’ όλη τη ζωή; (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
  2. η αδικία
    είναι μεγάλο κρίμα, απέλυσαν αυτόν και όχι τον υφιστάμενο
  3. η ατυχία
    είναι κρίμα είναι που δεν σε είχα γνωρίσει τότε

  Επίρρημα

επεξεργασία
  1. εκφράζει λύπη
  2. εκφράζει συμπάθεια

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • το κρίμα στο λαιμό σου: όταν διαφωνούμε με την απόφαση του άλλου αλλά θα την ακολουθήσουμε
  • κρίμα το μπόι σου: ειρωνικά σε ενήλικα που συμπεριφέρεται παιδιάστικα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρίμα < κρίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρίμα ουδέτερο

  1. απόφαση, κρίση
  2. (σε μεταγενέστερους χρόνους) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη