Ουσιαστικό

επεξεργασία

jammer (en)

  1. παρεμβολέας, παρεμποδιστής σήματος
  2. μουσικός που τζαμάρει/αυτοσχεδιάζει χαλαρά

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

jammer (nl)