jammer
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
jammer (en)
- παρεμβολέας, παρεμποδιστής σήματος
- μουσικός που τζαμάρει/αυτοσχεδιάζει χαλαρά
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
jammer (nl)
jammer (en)
jammer (nl)