honor
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | honor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | honors |
αόριστος | honored |
παθητική μετοχή | honored |
ενεργητική μετοχή | honoring |
honor (en)
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- honor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.