Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
honour honours

honour (en) (βρετανική γραφή) & honor (ΗΠΑ)

  • η τιμή
    ⮡  He is a man with honour.
    Είναι άνθρωπος με τιμή.
    ⮡  a reception in your honour - δεξίωση προς τιμήν σου

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας honour
γ΄ ενικό ενεστώτα honours
αόριστος honoured
παθητική μετοχή honoured
ενεργητική μετοχή honouring

honour (en) (βρετανική γραφή) και honor (αμερικανικό)