honour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
honour | honours |
honour (en) (βρετανική γραφή) & honor (ΗΠΑ)
- η τιμή
- ⮡ He is a man with honour.
- Είναι άνθρωπος με τιμή.
- ⮡ a reception in your honour - δεξίωση προς τιμήν σου
- ⮡ He is a man with honour.
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | honour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | honours |
αόριστος | honoured |
παθητική μετοχή | honoured |
ενεργητική μετοχή | honouring |
honour (en) (βρετανική γραφή) και honor (αμερικανικό)
Πηγές
επεξεργασία- honour - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 879, 880. ISBN 9780194325684., λήμμα: τιμή, τιμώ