honourable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | honourable |
συγκριτικός | more honourable |
υπερθετικός | most honourable |
Επίθετο
επεξεργασίαhonourable (en) (βρετανική γραφή)
- έντιμος, που επιδεικνύει ανώτερες ηθικές αρχές
- ⮡ an honourable citizen - έντιμος πολίτης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respectable
- τιμητικός, που επιτρέπει σε κάποιον να διατηρήσει το καλό του όνομα και το σεβασμό των άλλων
- ⮡ an honourable discharge - τιμητική αποστρατεία
- αξιότιμος