respectable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | respectable |
συγκριτικός | more respectable |
υπερθετικός | most respectable |
Επίθετο επεξεργασία
respectable (en)
- ευυπόληπτος, που θεωρείται από την κοινωνία δεκτό, καλό ή σωστό
- ↪ a respectable family/firm - μια ευυπόληπτη οικογένεια/φίρμα
- ↪ a respectable member of our society - ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας μας
- ≈ συνώνυμα: respected, honourable και reputable
- σεβαστός, σε αρκετά καλό βαθμό
- ↪ The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
- Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
- ↪ The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛk.tabl/
Ετυμολογία επεξεργασία
- respectable < respecter
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɛ.spɛ.ktabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
respectable | respectables |
respectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αξιοσέβαστος, σεβαστός
- (για ποσά, μέτρα, κλπ) μεγάλος