κιμπάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιμπάρης ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του