πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιμπάρης οι κιμπάρηδες
      γενική του κιμπάρη των κιμπάρηδων
    αιτιατική τον κιμπάρη τους κιμπάρηδες
     κλητική κιμπάρη κιμπάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιμπάρης αρσενικό (θηλυκό κιμπάρισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία