Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιμπάρης οι κιμπάρηδες
      γενική του κιμπάρη των κιμπάρηδων
    αιτιατική τον κιμπάρη τους κιμπάρηδες
     κλητική κιμπάρη κιμπάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιμπάρης ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία