κιμπάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κιμπάρης αρσενικό (θηλυκό κιμπάρισσα)
- (λαϊκότροπο) άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του
- ※ Βέρος Πειραιώτης. Γέννημα θρέμμα του μεγάλου λιμανιού. Κιμπάρης και ντόμπρος. Τζέντλεμαν και μποέμ. Αντικομφορμιστής και αυθεντικός αντιστάρ, ένας από τους πιο ωραίους τύπους της γενιάς του, άφησε νωρίς την τελευταία του πνοή. (Χρήστος Κυριαζής: Έζησε σαν γνήσιος Πειραιώτης, έφυγε πρίγκιπας, Πρώτο Θέμα, 17/11/2021 )