παραθετικά
θετικός upright
συγκριτικός more upright
υπερθετικός most upright

  Επίθετο

επεξεργασία

upright (en)

  1. στητός, όρθιος, ευθυτενής, για έναν άνθρωπο που δεν είναι ξαπλωμένο και με την πλάτη ίσια και όχι λυγισμένη
    ⮡  We are standing upright.
    Στεκόμαστε στητοί/όρθιοι/ευθυτενείς.
     συνώνυμα: straight
  2. όρθιος, ίσιος, που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση
    ⮡  Hold your cup upright.
    Κρατά όρθιο το φλιτζάνι σου.
    ⮡  Can you stand the bottle upright?
    Μπορείς να στήσεις το μπουκάλι όρθιο;
    ⮡  an upright wall - ίσιος τοίχος
     συνώνυμα: straight
  3. χρηστός, έντιμος, που συμπεριφέρεται με ηθικό και έντιμο τρόπο
    ⮡  The school molds upright citizens.
    Το σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες.
    ⮡  an upright judge - έντιμος δικαστής
     συνώνυμα: upstanding, → και δείτε τη λέξη respectable