upright
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | upright |
συγκριτικός | more upright |
υπερθετικός | most upright |
Επίθετο
επεξεργασίαupright (en)
- στητός, όρθιος, ευθυτενής, για έναν άνθρωπο που δεν είναι ξαπλωμένο και με την πλάτη ίσια και όχι λυγισμένη
- όρθιος, ίσιος, που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση
- χρηστός, έντιμος, που συμπεριφέρεται με ηθικό και έντιμο τρόπο
- ⮡ The school molds upright citizens.
- Το σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες.
- ⮡ an upright judge - έντιμος δικαστής
- ≈ συνώνυμα: upstanding, → και δείτε τη λέξη respectable
- ⮡ The school molds upright citizens.