παραθετικά
θετικός upstanding
συγκριτικός more upstanding
υπερθετικός most upstanding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
upstanding < up- + standing

  Επίθετο

επεξεργασία

upstanding (en) (επίσημο)

  • χρηστός, έντιμος, που συμπεριφέρεται με ηθικό και έντιμο τρόπο
    ⮡  The school molds upstanding citizens.
    Το σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες.
    ⮡  an upstanding woman - έντιμη γυναίκα
     συνώνυμα: upright, → και δείτε τη λέξη respectable