σεβαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεβαστός | η | σεβαστή | το | σεβαστό |
γενική | του | σεβαστού | της | σεβαστής | του | σεβαστού |
αιτιατική | τον | σεβαστό | τη | σεβαστή | το | σεβαστό |
κλητική | σεβαστέ | σεβαστή | σεβαστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεβαστοί | οι | σεβαστές | τα | σεβαστά |
γενική | των | σεβαστών | των | σεβαστών | των | σεβαστών |
αιτιατική | τους | σεβαστούς | τις | σεβαστές | τα | σεβαστά |
κλητική | σεβαστοί | σεβαστές | σεβαστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεβαστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεβαστός
Επίθετο
επεξεργασίασεβαστός
- που του αποδίδεται σεβασμός
- ⮡ Οι κανόνες του δικαίου πρέπει να γίνονται σεβαστοί.
- που πρέπει να του αποδίδεται σεβασμός, αξιοσέβαστος
- ⮡ ο σεβαστός κύριος καθηγητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξιοσέβαστος
→ δείτε τη λέξη αξιοσέβαστος
Πηγές
επεξεργασία- σεβαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Συγγενικά
επεξεργασίαμε θέμα σεβαστ-
→ και δείτε τη λέξη σέβω για άλλα θέματα, όπως -σέβεια, -σεβής
Πηγές
επεξεργασία- σεβαστός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.430, Τόμος 19 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεβαστός (ελληνιστική κοινή) < σεβασ- (όπως στο σεβάζομαι) + -μός < αρχαία ελληνική σέβας < σέβομαι [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «σεβασμός», «σέβομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σεβαστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεβαστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.