σεβαστοκράτωρ
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεβαστοκράτωρ | οι | σεβαστοκράτορες |
γενική | του | σεβαστοκράτορος | των | σεβαστοκρατόρων |
αιτιατική | τον | σεβαστοκράτορα | τους | σεβαστοκράτορες |
κλητική | σεβαστοκράτορ | σεβαστοκράτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «σεβαστοκράτορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεβαστοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σεβαστοκράτωρ
Ουσιαστικό Επεξεργασία
σεβαστοκράτωρ αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα) & σεβαστοκράτορας, (θηλυκό σεβαστοκρατόρισσα)
- (λόγιο, ιστορία) λόγια μορφή του σεβαστοκράτορας
Μεταφράσεις Επεξεργασία
σεβαστοκράτωρ
|
Πηγές Επεξεργασία
- σεβαστοκρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεβαστοκράτωρ, λέξη του 11ου αιώνα < συμφυρμός των σεβαστός και αὐτοκράτωρ. Μορφολογικά αναλύεται σε σεβαστ(ός) + -ο- + -κράτωρ.
Ουσιαστικό Επεξεργασία
σεβαστοκράτωρ & σεβαστοκράτορας αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα & σεβαστοκρατόρισσα)
- (τιμητικός τίτλος) ανώτατος τίτλος αξιωματούχου που δημιουργήθηκε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό για τον αδερφό του Ισαάκιο
- αρχικά αποδιδόταν από τον αυτοκράτροα σε μέλη της οικογένειάς του
- → δείτε παράθεμα στο σεβαστοκράτορας
- αργότερα, και ως τίτλος ανώτερου αξιωματούχου
- ※ 16ος αιώνας Μαλαξός, Μανουήλ, Νομοκάνων… μετενεχθείς εις λέξιν απλήν διά την των πολλών ωφέλειαν - Γκίνης Δ. και Πανταζόπουλος Ν. [κριτική έκδοση: ΑΠΘ, Νόμος ΕΕΝΣΝΟΕ, 1 (1982)], Θεσσαλονίκη 1985
- Τά οφφίκια του παλατίου. α΄ο βασιλεύς, β΄ο σεβαστοκράτωρ, γ΄ο καίσαρ μεταγραφή σε μονοτονικό
- αρχικά αποδιδόταν από τον αυτοκράτροα σε μέλη της οικογένειάς του
Κλιτικοί τύποι Επεξεργασία
- σεβαστοκρατόρου (γενική ενικού)
- σεβαστοκράτοραν (αιτιατική ενικού)
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σεβαστός και -κράτωρ
Πηγές Επεξεργασία
- σεβαστοκράτωρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.429, 430, Τόμος 19 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.