↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεβαστοκράτωρ οι σεβαστοκράτορες
      γενική του σεβαστοκράτορος των σεβαστοκρατόρων
    αιτιατική τον σεβαστοκράτορα τους σεβαστοκράτορες
     κλητική σεβαστοκράτορ σεβαστοκράτορες
Δείτε και το νεότερο «σεβαστοκράτορας»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεβαστοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σεβαστοκράτωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεβαστοκράτωρ αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα) & σεβαστοκράτορας, (θηλυκό σεβαστοκρατόρισσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεβαστοκράτωρ, λέξη του 11ου αιώνα < συμφυρμός των σεβαστός και αὐτοκράτωρ. Μορφολογικά αναλύεται σε σεβαστ(ός) + -ο- + -κράτωρ.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεβαστοκράτωρ & σεβαστοκράτορας αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα & σεβαστοκρατόρισσα)

  • (τιμητικός τίτλος) ανώτατος τίτλος αξιωματούχου που δημιουργήθηκε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό για τον αδερφό του Ισαάκιο
    1. αρχικά αποδιδόταν από τον αυτοκράτροα σε μέλη της οικογένειάς του
      → δείτε παράθεμα στο σεβαστοκράτορας
    2. αργότερα, και ως τίτλος ανώτερου αξιωματούχου
      ※  16ος αιώνας Μαλαξός, Μανουήλ, Νομοκάνων… μετενεχθείς εις λέξιν απλήν διά την των πολλών ωφέλειαν - Γκίνης Δ. και Πανταζόπουλος Ν. [κριτική έκδοση: ΑΠΘ, Νόμος ΕΕΝΣΝΟΕ, 1 (1982)], Θεσσαλονίκη 1985
      Τά οφφίκια του παλατίου. α΄ο βασιλεύς, β΄ο σεβαστοκράτωρ, γ΄ο καίσαρ μεταγραφή σε μονοτονικό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σεβαστός και -κράτωρ