αὐτοκράτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αὐτοκράτωρ | οἱ | αὐτοκράτορες |
γενική | τοῦ | αὐτοκράτορος | τῶν | αὐτοκρατόρων |
δοτική | τῷ | αὐτοκράτορῐ | τοῖς | αὐτοκράτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | αὐτοκράτορᾰ | τοὺς | αὐτοκράτορᾰς |
κλητική ὦ! | αὐτοκράτορ | αὐτοκράτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοκράτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοκρατόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αὐτοκράτωρ αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι κύριος του εαυτού του, ελεύθερος, αυτεξούσιος
- καὶ ἡ ξύμπασα πόλις οὐκ αὐτοκράτωρ οὖσα ἑαυτῆς τοῦτ΄ ἔπραξεν (Θουκ. 3.62.4.3)
- που έχει την εξουσία να χειριστεί όπως νομίζει μια διπλωματική υπόθεση ή μια εκστρατεία
- ἐψηφίσαντο ναῦς ἑξήκοντα πέμπειν ἐς Σικελίαν καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας Ἀλκιβιάδην τε τὸν Κλεινίου καὶ Νικίαν τὸν Νικηράτου καὶ Λάμαχον τὸν Ξενοφάνους (Θουκυδίδης 6.8.2.5-8)
- (ελληνιστική κοινή) αυτοκράτορας, που έχει απόλυτη εξουσία
Απόγονοι
επεξεργασίααὐτοκράτωρ (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: αυτοκράτορας
- ↷ αγγλικά: autocrator (παρωχημένο), autocrat
Πηγές
επεξεργασία
- αὐτοκράτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοκράτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.