reputable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | reputable |
συγκριτικός | more reputable |
υπερθετικός | most reputable |
Επίθετο
επεξεργασίαreputable (en)
- ευυπόληπτος, που ο κόσμος θεωρεί ότι είναι ειλικρινές· που έχει καλή φήμη
- ⮡ a reputable family/firm - μια ευυπόληπτη οικογένεια/φίρμα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respectable