τιμητικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τιμητικός < ελληνιστική κοινή τιμητικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική τιμητικός < τιμάω / τιμῶ ( (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική d’honneur[1])
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τιμητικός, -ή, -ό
- που πραγματοποιείται ή υφίσταται για να αποδοθεί τιμή σε κάποιον
- που δείχνει ή φανερώνει τιμή ή εκτίμηση προς κάποιον
- (ουσιαστικοποιημένο) τιμητική
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τιμητικός
- ↑ τιμητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.