τιμητική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμητική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιμητικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιμητική θηλυκό
- εκδήλωση που πραγματοποιείται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος
- (στρατιωτικός όρος) άδεια που χορηγείται σε στρατιώτη για την προσφορά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τιμητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατιμητική