ενεστώτας degrade
γ΄ ενικό ενεστώτα degrades
αόριστος degraded
παθητική μετοχή degraded
ενεργητική μετοχή degrading

degrade (en)

  1. (μεταβατικό) υποτιμώ, μειώνω, εξευτελίζω, συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τρόπο που τον κάνει να φαίνεται ότι δεν αξίζει κανέναν σεβασμό
    ⮡  Don’t degrade his efforts to help.
    Μην υποτιμάς/Μη μειώνεις τις προσπάθειές του να βοηθήσει.
    ⮡  You degrade yourself when you go around drunk.
    Εξευτελίζεσαι όταν γυρίζεις μεθυσμένος εδώ και κει.
     συνώνυμα:  belittle, debase, denigrate και depreciate
  2. (μεταβατικό) υποβαθμίζω, χειροτερεύω το ποιοτικό επίπεδο
    ⮡  The natural environment of cities is degraded everyday.
    Υποβαθμίζεται καθημερινά το φυσικό περιβάλλον των πόλεων.