degrade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | degrade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | degrades |
αόριστος | degraded |
παθητική μετοχή | degraded |
ενεργητική μετοχή | degrading |
Ρήμα
επεξεργασίαdegrade (en)
- (μεταβατικό) υποτιμώ, μειώνω, εξευτελίζω, συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τρόπο που τον κάνει να φαίνεται ότι δεν αξίζει κανέναν σεβασμό
- ⮡ Don’t degrade his efforts to help.
- Μην υποτιμάς/Μη μειώνεις τις προσπάθειές του να βοηθήσει.
- ⮡ You degrade yourself when you go around drunk.
- Εξευτελίζεσαι όταν γυρίζεις μεθυσμένος εδώ και κει.
- ≈ συνώνυμα: belittle, debase, denigrate και depreciate
- ⮡ Don’t degrade his efforts to help.
- (μεταβατικό) υποβαθμίζω, χειροτερεύω το ποιοτικό επίπεδο
- ⮡ The natural environment of cities is degraded everyday.
- Υποβαθμίζεται καθημερινά το φυσικό περιβάλλον των πόλεων.
- ⮡ The natural environment of cities is degraded everyday.