Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποβαθμίζω < υπο- + βαθμ(ός) + -ίζω < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική downgrade[1])

  Ρήμα επεξεργασία

υποβαθμίζω, αόρ.: υποβάθμισα, παθ.φωνή: υποβαθμίζομαι, π.αόρ.: υποβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: υποβαθμισμένος

  1. κατατάσσω σε κατώτερη κατηγορία
    οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας
    η ομάδα υποβαθμίστηκε στη Β' Εθνική
  2. μειώνω τη σημασία ενός γεγονότος, συχνά για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις
  3. (πληροφορική) downgrade: επαναφέρω λογισμικό σε παλαιότερη έκδοση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία