επαναφέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναφέρω < αρχαία ελληνική ἐπαναφέρω
Ρήμα επεξεργασία
επαναφέρω (παθητική φωνή: επαναφέρομαι)
- φέρνω κάποιον ή κάτι στην προηγούμενη θέση του
- ξαναφέρνω
επαναφέρω (παθητική φωνή: επαναφέρομαι)